ἀρουρῶν

ἀρουρῶν
ἄρουρα
a ro u ra i
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρακοντάρουρος — ον, Α 1. (για γη) αυτός που είχε έκταση σαράντα αρουρών 2. (για πρόσ.) αυτός που κατείχε κτήματα έκτασης σαράντα αρουρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + αρουρος (< ἀρούρα «γη»), πρβλ. ὀγδοηκοντ άρουρος] …   Dictionary of Greek

  • THEBE — I. THEBE Latinis Thebae, urbs Boeotiae ad Ismenum Fluv. Aliquot milliar. ab Asopo in Boream regionis quondam primaria. Tiva Sophiano, et Stives, vel Stibes. Eius arx Camaea dicta fuit. Nunc vicus, paucorum incolarum, sub Turcis, 50. mill. pass.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεκάρουρος — δεκάρουρος, ον (Α) (για έκταση) αυτός που έχει έκταση δέκα αρουρών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άρουρα «γη, χωράφι»] …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοντάρουρος — ὀγδοηκοντάρουρος, ον (Α) αυτός που κατέχει έκταση ογδόντα αρουρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ἀρούρα «γη»] …   Dictionary of Greek

  • οκτάρουρος — ὀκτάρουρος και ὀκτώρουρος, ον (Α) ο ενοικιαστής ή ο κάτοχος οκτώ αρουρών, δηλ. αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ἄρουρα «καλλιεργήσιμη γη, χωράφι» (πρβλ. δεκ άρουρος)] …   Dictionary of Greek

  • τετράρουρος — ὁ, Α ο κάτοχος γης που έχει έκταση τεσσάρων αρουρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἄρουρα «γη, μονάδα έκτασης γης» (πρβλ. δεκάρουρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”